- γυναικοπρόσωπος
- γυναικοπρόσωποςwith woman's facemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γυναικοπρόσωπος — γυναικοπρόσωπος, ον (Μ) αυτός που έχει πρόσωπο με γυναικεία χαρακτηριστικά … Dictionary of Greek
γυναικοπροσώπους — γυναικοπρόσωπος with woman s face masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γυναικοπροσωπίας — γυναικοπροσωπίας, ο (Μ) [γυναικοπρόσωπος] ο γυναικοπρόσωπος … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek